κλαδηφόρος

κλαδηφόρος
κλαδηφόρος, -ον (AM)
αυτός που κρατά στα χέρια του κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + συνδετικό φωνήεν -η- + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. αιματ-η-φόρος, στεφαν-η-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλαδηφόρον — κλαδηφόρος bearing young branches masc/fem acc sg κλαδηφόρος bearing young branches neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

  • κλαδηφορώ — κλαδηφορῶ, έω (AM) [κλαδηφόρος] έχω στα χέρια μου κλάδους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”